περιουσιαστικός

περιουσιαστικός
περιουσι-αστικός, ή, όν,
A full in treatment, of a treatise, Apollon.Perg.Con.1 Praef. ([comp] Comp.).
2 Astrol., of influences, bringing wealth, Ptol.Tetr.158.
3 superfluous, Ammon.in APr.37.9.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιουσιαστικός — ή, όν, ΜΑ [περιουσιάζω] 1. ο γεμάτος φιλοφρονήσεις 2. (για πράγμ.) αυτός που πλεονάζει, άφθονος αρχ. 1. αστρολ. αυτός που χαρίζει πλούτο 2. περιττός, ανώφελος …   Dictionary of Greek

  • περιουσιαστικά — περιουσιαστικός full in treatment neut nom/voc/acc pl περιουσιαστικά̱ , περιουσιαστικός full in treatment fem nom/voc/acc dual περιουσιαστικά̱ , περιουσιαστικός full in treatment fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσιαστικαί — περιουσιαστικός full in treatment fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσιαστικούς — περιουσιαστικός full in treatment masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσιαστική — περιουσιαστικός full in treatment fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσιαστικῶς — περιουσιαστικός full in treatment adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσιαστικώτερα — περιουσιαστικός full in treatment neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”